- πενταπλόα
- πεντα-πλόα, ἡ, eine Art Becher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πενταπλόα — πενταπλόᾱ , πενταπλόος five fold fem nom/voc/acc dual πενταπλόᾱ , πενταπλόος five fold fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλόαν — πενταπλόᾱν , πενταπλόος five fold fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОСХОФОРИИ — • Ώσχοφόρια, вакхический праздник жатвы, праздновавшийся в Афинах 7 го пианенсиона (октябрь ноябрь). Plut. Thes. 22. 23. Во время этого праздника 20 взрослых юношей (по два от каждого сословия) наперерыв бежали из храма Диониса в… … Реальный словарь классических древностей
πενταπλός — ή, ό / πενταπλοῡς, ῆ, οῡν και όος, όα, όον, ΝΑ ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη 2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε… … Dictionary of Greek